- ἀνέβασαν
- ἀνέβᾱσαν , ἀναβαίνωgo upaor ind act 3rd pl (doric)ἀνέβᾱσαν , ἀναβαίνωgo upaor ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
οπληφόρα — Ομάδα θηλαστικών προικισμένων με οπλή. Παλαιότερα, τα ο. κατατάσσονταν σε ιδιαίτερη τάξη, οι νεότερες όμως ταξινομήσεις ανέβασαν σε τάξεις τις παλιές υποτάξεις· περιλαμβάνουν τα μηρυκαστικά και τα μη μηρυκαστικά αρτιοδάκτυλα, τα υρακοειδή, τα… … Dictionary of Greek
ταμπούρλο — Oνομάζεται και ταμπούρο. Κρουστό όργανο με ακαθόριστο ήχο, εξαιρετικά διαδεδομένο σε παλαιότερους χρόνους σε διάφορους πολιτισμούς. Σχεδόν με τη σημερινή μορφή ενός κυλίνδρου από ξύλο ή μέταλλο, με τις δυο πλευρές κλεισμένες με καλά τεντωμένη… … Dictionary of Greek
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
Βανδής, Τίτος — (1917 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εμφανίστηκε το 1934 στον Ιούδα του Σπ. Μελά και μέχρι το 1943 ερμήνευσε αξιόλογους ρόλους στο Εθνικό, τη Νέα Σκηνή … Dictionary of Greek
Βεζούβιος — (Vesuvio). Ενεργό ηφαίστειο της Ιταλίας στην Καμπανία, στην πεδιάδα ανατολικά της Νάπολης. Είναι το μοναδικό ενεργό ηφαίστειο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Επίσης, είναι ένα από τα λίγα της Γης με περίφραγμα και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό τους… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Καζάκος, Κώστας — (Πύργος Ηλείας 1935 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός παραγωγός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Πρωτοεμφανίστηκε (1957) στο θέατρο με το έργο Ο Κύκλος με την κιμωλία. Συνέχισε ως μέλος του θιάσου του Κουν με… … Dictionary of Greek